In the final days of summer, a young woman is shot dead in her apartment. Three floors above, the blue lights of the police cars awaken disgraced ex-officer Leo Junker. Though suspended from the force, he can’t stay away for long. Bluffing his way onto the crime scene, he examines the dead woman and sees that she is clasping a cheap necklace ― a necklace he instantly recognises.
As Leo sets out on a rogue investigation to catch the killer, a series of frightening connections emerge, linking the murder to his own troubled youth in Salem ― a suburb of Stockholm where social and racial tensions run high ― and forcing him to confront a long ago incident that changed his life forever.
Now, in backstreets, shadowed alleyways, and decaying suburbs ruled by Stockholm’s criminal underground, the search for the young woman’s killer ― and the truth about Leo’s past ― begins.
Μια νέα γυναίκα βρίσκεται δολοφονημένη σε ένα κέντρο φιλοξενίας για απόκληρους και για ανθρώπους με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στη Στοκχόλμη.
Στην ίδια πολυκατοικία, δύο ορόφους πιο πάνω, ξυπνά ο αστυνομικός Λέο Γιούνκερ από τα γαλάζια φώτα των φάρων των περιπολικών. Ξεκινά η έρευνα για την ανεύρεση του δολοφόνου, αλλά κάθε βήμα προς τα εμπρός οδηγεί πιο βαθιά στο λαβύρινθο που έχει δημιουργήσει ο άφαντος δράστης.
Είκοσι χρόνια πριν, την εποχή που ο Λέο ήταν έφηβος, γνώρισε δύο πρόσωπα που έμειναν για πάντα στην καρδιά του.
Ήταν ο Τζον, που έγινε πολύ καλός του φίλος, και η αδελφή του Τζον, η Τζούλια, που έγινε κάτι παραπάνω από φίλη του.
Ο άνθρωπος όμως που θα αλλάξει τα πάντα είναι αυτός που καραδοκεί στο σκοτάδι.
«Αποµακρύνθηκα από την πόρτα του παλιού σου σπιτιού κι έφυγα. Κρύβοµαι. Ταξιδεύω τώρα που σου γράφω. Κινούµαι.
Δε µου άρεσε να ταξιδεύω όταν ήµουν παιδί, τώρα όµως το γουστάρω. Δεν µπορείς να αιχµαλωτίσεις έναν άνθρωπο που κινείται. Το έµαθα καλά αυτό.
Ο άνθρωπος που κινείται δεν είναι ορατός – δεν είναι παρά µόνο µια σκιά, µια θολή παρουσία. Θα µε έπαιρνες είδηση αν ταξιδεύαµε στο ίδιο βαγόνι;
Θα µε έβλεπες και θα καταλάβαινες πως είµαι εγώ; ?εν το πιστεύω.
Δε θυµάσαι. Δε θυµάσαι τίποτα.
Σου γράφω επειδή πρέπει να θυµηθείς, αλλά τα πράγµατα δε µου βγαίνουν όπως τα σκέφτοµαι. Είµαι διχασµένος. Είµαι έρµαιο. Οδηγώ το αυτοκίνητο και περνώ πάνω από τα πεσµένα φύλλα των δέντρων. Σε µια γωνία κοντά στο σιδηροδροµικό σταθµό βλέπω κάποιους περιθωριακούς τύπους και σκέφτοµαι πως ήµασταν κι εµείς έτσι κάποτε. Είµαστε ακόµα;»
Reviews
There are no reviews yet.